- μυροπισσόκηρος
- μῠρο-πισσόκηρος, ὁ,A ointment of scented oil, pitch, and wax, Gal. 12.423.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μυροπισσόκηρος — μυροπισσόκηρος, ὁ (Α) αλοιφή από ευώδες έλαιο, πίσσα και κερί. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + πίσσα + κηρίον] … Dictionary of Greek
μυροπισσοκήρου — μυροπισσόκηρος ointment of scented oil masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)